Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

« Αδριανού Απομνημονεύματα» Μ. Γιουρσενάρ, Εκδ. Χατζηνικολή,1990

        Η Γαλλίδα συγγραφέας Μαργαρίτα Γιουρσενάρ στο έργο της «Αδριανού Απομνημονεύματα» πραγματεύεται την πολύπλευρη προσωπικότητα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (76-138 μ.Χ.) με αυτή τη μοναδική γραφή της, που καθηλώνει τον αναγνώστη με την πυκνότητα και τη λιτότητα του ύφους της. Το έργο αυτό είναι μια μελέτη πάνω στον άνθρωπο, όταν δρα ως πολιτικό δημόσιο πρόσωπο αλλά και ως άτομο στην ιδιωτική του ζωή. «Όσα βαραίνουν δεν γράφονται στις επίσημες βιογραφίες» δηλώνει ο Αδριανός(σ.321) και τελικά «με αυτή τη μελέτη του εαυτού του  προσπαθεί να προσδιορίσει την ουσία και τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης» (σ.32). Όλο το έργο είναι ένας συνεχής εσωτερικός μονόλογος σε πρώτο ενικό πρόσωπο, που ο Αδριανός γράφει απευθυνόμενος στο Μάρκο Αυρήλιο κι εκφράζει την επιθυμία ενός έμπειρου πολιτικού να διδάξει έναν μελλοντικό πολιτικό, το νεαρό διάδοχό του, για το ρόλο της πολιτικής και την ουσία του ανθρώπου κι τέλος να κριθεί ο ίδιος από τις μελλοντικές γενιές, προστατεύοντας έτσι την υστεροφημία του.
          Αυτό το ιδιαίτερο προσωπικό ύφος της Γιουρσενάρ, που συνδυάζει την πυκνότητα και τη λιτότητα του λόγου οφείλεται στη διαπλοκή των ιστορικών γεγονότων ή των πράξεων του Αδριανού με τον αντίκτυπο που έχουν αυτά στο πνεύμα και στην ψυχή του, έτσι ώστε στο έργο να πρωταγωνιστούν ο στοχασμός και ο λυρισμός κι όχι τα ιστορικά γεγονότα. Το ύφος αυτό ενδεχομένως μπορεί να κουράσει τους αναγνώστες, επειδή απαιτεί όλη την προσοχή τους κατά την ανάγνωση, αλλά συγχρόνως γοητεύει η εκφραστική δεινότητα της συγγραφέως να διατυπώνει πολλές και βαθυστόχαστες σκέψεις με λίγες λέξεις. Αυτή είναι και η ομορφιά του λόγου της Γιουρσενάρ, η συμπύκνωση, όπου δένονται αρμονικά τα γεγονότα, οι πολιτικές κι ιδεολογικές θέσεις, οι φιλοσοφικές τοποθετήσεις, οι ψυχολογικές αναλύσεις κι όλα αυτά διανθισμένα με περιγραφές της φύσης, τοπίων και προσώπων.
 

Συνθήκες συγγραφής του έργου      

Η συγγραφέας  μετά το πέρας του έργου της παραθέτει δυο παραρτήματα με τους τίτλους «Σημειωματάριο» και «Σημειώσεις» στα οποία παραθέτει τις συνθήκες συγγραφής των Απομνημονευμάτων του Αδριανού. Στο πρώτο αναφέρει ότι το έργο αυτό το συνέλαβε και το έγραψε από το 1924 ως το 1926, σε ηλικία 23 ετών και διόρθωσε μέρος αυτού μετά 10 έτη περίπου κι αργότερα  άλλη μια φορά το 1947. Η ίδια ομολογεί ότι η τόλμη της να επιχειρήσει τη συγγραφή ενός τέτοιου έργου σε τόσο νεαρά ηλικία ήταν μεγάλη, λόγω του ανώριμου της ηλικίας.
 Η επιλογή της συγγραφέως να δώσει τον τίτλο «Αδριανού Απομνημονεύματα» στο έργο της -τα οποία δεν είναι απομνημονεύματα, με την κλασσική έννοια του όρου, αφού δεν γράφτηκαν ποτέ από τον ίδιο τον Αδριανό- της παρέχει τη δυνατότητα η εξομολόγηση του Αδριανού να φαίνεται αυθεντική. Η Γιουρσενάρ μπαίνει στο «πετσί» των ρόλων του Αδριανού και υποδύεται την πολύπλευρη προσωπικότητα αυτού του πολιτικού άντρα, του πιο ισχυρού μάλιστα της εποχής του, που εξουσίαζε όλο το γνωστό τότε κόσμο, αφού οι Ρωμαίοι είχαν μετατρέψει τη Μεσόγειο σε «ρωμαϊκή λίμνη».
        Επίσης  επέλεξε τον Αδριανό ως ήρωα του έργου της, επειδή ήταν άνθρωπος που συνδύαζε τη θεωρία και τη δράση: διανοούμενος, ταξιδιώτης, ποιητής, εραστής σωμάτων και ψυχών, ορθολογιστής που δεν δίστασε να καταφύγει και στον μυστικισμό ακόμα αναζητώντας τα απόκρυφα της ζωής αλλά και διοικητής, στρατηγός, αυτοκράτορας. Έχοντας ζήσει σε μια εποχή που βρισκόταν σε αποσύνθεση ήταν ένας αληθινός Πρίγκηπας. Επέλεξε τον Αδριανό, επειδή έζησε το 2ο μ.Χ αιώνα, στον αιώνα των τελευταίων ελεύθερων ανθρώπων, διότι καθώς γράφει ο Φλωμπέρ «όταν δεν υπήρχαν πια οι θεοί(οι ειδωλολατρικοί) και ο Χριστός δεν υπήρχε ακόμη(ως χριστιανικό δόγμα), υπήρξε μια στιγμή…στην οποία υπήρχε μόνο ο άνθρωπος.» Αυτόν τον άνθρωπο, που είναι μόνος και συγχρόνως δεμένος με όλα, προσπαθεί να προσδιορίσει η Γιουρσενάρ.    
Επιπλέον στις «Σημειώσεις» παραθέτει το πλήθος των πηγών απ’ την αγγλική, γαλλική και γερμανική γραμματεία, απ τις αρχαιολογικές έρευνες και τα μνημεία, τα νομίσματα της εποχής, την έπαυλη Αδριάνα στη Ρώμη κι άλλα. Απ’ την άλλη όμως η Γιουρσενάρ δεν γράφει καθαρή ιστοριογραφία αλλά απομνημονεύματα, όπου τα ιστορικά γεγονότα με τα προσωπικά βιώματα συμπλέκονται. Για τις ανάγκες λοιπόν του μύθου εισάγει και πλαστά πρόσωπα ή παραλλάσσει συναντήσεις και γεγονότα, όπως δηλώνει η ίδια.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν, πως ξετυλίγεται η ζωή του Αδριανού μέσα απ’ τις Αναμνήσεις του, οι οποίες οργανώνονται σε 6 μεγάλες ενότητες, καθεμιά με έναν τίτλο στα λατινικά. Η προσέγγιση της προσωπικότητας του Αδριανού με αναγκάζει να παρουσιάσω χωριστά τα γεγονότα της ζωής του από το στοχασμό του, προδίδοντας εν μέρει το πνεύμα της συγγραφέως αλλά έτσι το έργο γίνεται πιο προσιτό στον μέσο αναγνώστη. Ας μου συγχωρεθεί λοιπόν αυτή η επιλογή.

   Η πρώτη ενότητα «Animula Vagula Blandula» δηλαδή «Ψυχούλα που πλανάται και κολακεύεται» αποτελεί την εισαγωγή του έργου, όπου άρρωστος πια ο Αδριανός, αναμένοντας το θάνατο, αρχίζει να γράφει τα απομνημονεύματα του απευθυνόμενος στο Μάρκο Αυρήλιο, το νεαρό διάδοχό του θέτοντας το σκοπό της συγγραφής του. Γράφει μεταξύ άλλων «ο γραπτός λόγος μ’ έμαθε να ακούω την ανθρώπινη φωνή…σου προσφέρω μια αφήγηση απαλλαγμένη από προμελετημένες ιδέες…φτιαγμένη από την εμπειρία ενός μόνο ανθρώπου, όπως εγώ… Βασίζομαι πάνω σ’ αυτήν την επιθεώρηση των γεγονότων για να προσδιοριστώ, να κριθώ ίσως ή να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου προτού πεθάνω…Τρία μέσα έχω για να αποτιμήσω την ανθρώπινη ύπαρξη: τη μελέτη του εαυτού μου, την παρατήρηση των άλλων και τα βιβλία…Από αυτές τις μεθόδους, η πιο δύσκολη, επικίνδυνη και λογική είναι η παρατήρηση του εαυτού μου».

       Η δεύτερη ενότητα «Varius Multiplex Multiformis» δηλαδή «Αίολος  πολύπτυχος και πολύμορφος» αρχίζει από τα παιδικά χρόνια του Αδριανού στην Ισπανία, το θάνατο του πατέρα του και την μετεγκατάσταση του στη Ρώμη ως προστατευόμενος του συγγενούς του Τραϊανού, του μετέπειτα αυτοκράτορα. Ακολουθούν οι σπουδές του που βασίζονται  στην ελληνική παιδεία, η στρατιωτική του ζωή στα σύνορα του Δούναβη κι ο πόλεμος κατά των Σαρματών εκεί, η είσοδος του Αδριανού στην αυτοκρατορική αυλή δίπλα στον ανακηρυχθέντα αυτοκράτορα Τραϊανό κι ο δύσκολος πόλεμος κατά των Πάρθων στην Ανατολή, όπου συνόδευε τον Τραϊανό, ο οποίος δεν κατάφερε βέβαια να τους κατακτήσει.
         Αυτό  το μεγάλο όνειρο, η κατάκτηση των περιοχών απ’ τις οποίες  περνούσε ο δρόμος του μεταξιού και του εμπορίου με την Ασία και τις οποίες έλεγχαν Εβραίοι και Άραβες και τις οποίες επιχείρησε να κατακτήσει κι ο Μέγας Αλέξανδρος είχε καταντήσει για τη Ρώμη  "η μεγάλη  περιπέτεια της Ασίας» λόγω του δύσκολου της κατάκτησης και της διατήρησης των περιοχών αυτών. Στο φιλόδοξο αυτό σχέδιο της Αυτοκρατορίας τόλμησε να δώσει τέλος ο Αδριανός, ως αυτοκράτορας πια, συνάπτοντας ειρήνη με τους Πάρθους!
            Παρόλο που του αναγνωρίζονται μεγάλες ικανότητες στρατιωτικές και διοικητικές, και παρόλο που τον έχει υιοθετήσει ο Τραϊανός, όμως διστάζει να τον χρίσει διάδοχό του φοβούμενος τις κάπως φιλειρηνικές διαθέσεις που διαβλέπει σ’ αυτόν. Ο ξαφνικός θάνατος όμως του Τραϊανού κι η μεσολάβηση της αυτοκράτειρας Πλωτίνας- κυκλοφόρησαν φήμες για πλαστή διαθήκη που εκμαίευσε η Πλωτίνα από τον άντρα της πριν ξεψυχίσει- χρίζουν τον Αδριανό Αυτοκράτορα, υποσκελίζοντας έτσι τους ανταγωνιστές του και σώζοντας την αυτοκρατορία από έναν πιθανό εμφύλιο πόλεμο.

          Η τρίτη ενότητα «Tellus Stabilita» δηλαδή «Γη σταθερή» περιγράφει τη ζωή του Αδριανού ως αυτοκράτορα της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επί 21 χρόνια (117μΧ-138μΧ). Περιλαμβάνει την εξωτερική του πολιτική, που σημαδεύτηκε απ’ τον τερματισμό της επεκτατικής, επιθετικής πολιτικής σε αμυντική κι ειρηνική. Άξια θαυμασμού είναι η τόλμη του και το σκεπτικό του  να αλλάξει άρδην την εξωτερική πολιτική της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας  που εφαρμοζόταν για δυο αιώνες περίπου! (βλ παρακάτω΄). Όσον αφορά την εσωτερική του πολιτική, ο Αδριανός προσπαθεί να βάλει σε τάξη όλους τους τομείς της διοίκησης. Στα οικονομικά περικόπτονται περιττές δαπάνες κι οργανώνεται καλύτερα η γεωργία και το εμπόριο. Κτίζονται πολλά δημόσια έργα, δρόμοι, γεφύρια, υδραγωγεία, που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Ακόμα και το κτίσιμο της πόλης Αντινόης στην Ερυθρά θάλασσα σκοπό είχε να τονώσει το εμπόριο με τις Ινδίες. Στη νομοθεσία αναθεωρείται μέρος του ισχύοντος δικαίου για να περιοριστεί η πολυ-νομία κι η ασάφεια των νόμων, που προκαλούσαν σύγχυση στην εφαρμογή τους. Προσπαθεί να επιβάλει περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη βελτιώνοντας τη θέση της γυναίκας, των δούλων και των φτωχών.
       Τέλος αφιερώνεται μεγάλο μέρος στα ταξίδια του Αδριανού στις διάφορες κτήσεις της Αυτοκρατορίας του. Από τα 21 χρόνια που κυβέρνησε, τα 14 χρόνια τα έζησε εκτός Ρώμης συμμετέχοντας σε εκστρατείες, πολέμους, επιθεωρήσεις, ταξίδια αναψυχής. Αγαπημένοι τόποι  ήταν η Ελλάδα, κυρίως η Αθήνα, η Αντιόχεια, η Νικομήδεια της Βιθυνίας, οι αρχαιολογικοί τόποι της Αιγύπτου και γενικά τον γοήτευαν οι τόποι για τη φυσική ομορφιά τους, το κλίμα αλλά περισσότερο κι ως τόποι πολιτισμού και ελληνικής παιδείας.

            Η τέταρτη ενότητα «Saeculum Aureum» δηλαδή «Γένος Χρυσό» είναι το πιο λυρικό τμήμα του έργου κι αφιερώνεται στην ιδιωτική ζωή του Αδριανού και κύρια στη σχέση του με το νεαρό ευνοούμενο του, τον Αντίνοο, τον οποίο έχασε σε ηλικία 20 ετών, μάλλον από πνιγμό, ενώ βρισκόντουσαν στην Αίγυπτο. Η συμβατική σχέση του Αδριανού με τη σύζυγο του Σαβίνη, οι ανάλαφρες αγάπες του -όπως τις αποκαλεί- με Ρωμαίες πατρικίες, ο κύκλος των νεαρών ευνοουμένων που περιέβαλλε τον αυτοκράτορα, όλα αυτά ζωντανεύουν τα ερωτικά ήθη της εποχής, έστω για την άρχουσα τάξη της Ρώμης. Αυτή η ελευθεριάζουσα συμπεριφορά δεν εμπόδισε τον Αδριανό να θρηνήσει και να πενθήσει το θάνατο του όμορφου Αντίνοου, προς τιμή του οποίου έκτισε την πόλη Αντινόη στην Αίγυπτο, στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, έκοψε νομίσματα με τη μορφή του και καθιέρωσε γιορτές για να θυμούνται όλοι το όμορφο αγόρι από τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας, μετά το θάνατο του οποίου ο Αδριανός έπεσε σε βαριά θλίψη.
          Επίσης περιλαμβάνει τα ταξίδια του Αδριανού στην Ελλάδα μαζί με τον αγαπημένο του Αντίνοο και τη διαμονή του στην πόλη των Αθηνών. Τότε επεκτάθηκε η Ρωμαϊκή Αθήνα, πολλά μνημεία της οποίας σώζονται ακόμα και σήμερα για να μας θυμίζουν το σύντομο αλλά δημιουργικό πέρασμα του Αδριανού από την πόλη των Αθηνών. Αυτός επέλεξε να επεκτείνει την πόλη προς το ποταμό Ιλισό σε μια περιοχή ειδυλλιακή για το κατάφυτο περιβάλλον της, κι αποπεράτωσε  το ναό του Ολυμπίου Διός,  που τα απομεινάρια της ομορφιάς του εκφράζουνε σήμερα οι 15 σωζόμενοι από τους 104, κομψοί και πανύψηλοι κίονες του! Η σωζόμενη επίσης μέχρι σήμερα «Πύλη του Αδριανού» -όπως ονομάζεται κι όπως δηλώνει η επιγραφή πάνω σ’ αυτή- οριοθετεί από τη μια πλευρά την (κλασσική) πόλη του Θησέα προς την Ακρόπολη κι απ' την άλλη τη (ρωμαϊκή) πόλη του Αδριανού προς τον Ιλισσό. Στην Αθήνα λοιπόν του 2ου αιώνα μ.Χ, ο Αδριανός ευτύχησε να έχει έναν ευρύ κύκλο φίλων  – τον πάμπλουτο Αττικό με το γιο του Ηρώδη, τον ιστορικό Αρριανό, το ρήτορα Πολέμωνα, το φιλόσοφο Χαβρία, το στωϊκό φιλόσοφο Ευφράτη, ο οποίος μάλιστα ζήτησε την άδεια του για να αυτοκτονήσει(!) και ηθοποιούς της Αττικής κωμωδίας. Ζώντας λοιπόν σ’ αυτό το πνευματικό περιβάλλον πλούτισε την Αθήνα με πολλά μνημεία, όπως τη Βιβλιοθήκη στη  Ρωμαϊκή Αγορά, Αδριάνειο υδραγωγείο που λειτουργούσε ως το 19ο αιώνα. Το Ωδείο κάτω από την Ακρόπολη, το γνωστό Ηρώδειο κτίστηκε από το φίλο του Ηρώδη γιο του Αττικού. Όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε στην Αθήνα να ζήσει μια απ’ τις πιο ευτυχισμένες περιόδους της ζωής του.

            Η πέμπτη ενότητα «Disciplina Augusta» δηλαδή «Παιδεία Σεβαστή» περιγράφει την τελευταία περίοδο του Αδριανού ως αυτοκράτορα, ο οποίος ζει τον περισσότερο καιρό αποτραβηγμένος στην πανέμορφη έπαυλη του «Αδριάνα», στο σημερινό Τίβολη, έξω απ’ Ρώμη. Αυτά που τον απασχολούν πολύ τώρα είναι το πώς θα απαλύνει την ασθένεια που τον ταλαιπωρεί και η επιλογή διαδόχου του, δια μέσου του θεσμού της υιοθεσίας, αφού ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει παιδιά. Η υδροπεκία καρδιάς, από την οποία πάσχει, του προκαλεί πρηξίματα στα άκρα και δυσφορία στο αναπνευστικό, που τον κάνουν δυσκίνητο, βαρύθυμο, γι αυτό αναγκάζεται να διοικεί από την έπαυλη του, μέσα στο πάρκο της οποίας έχει κτίσει δικαστήριο κι άλλα δημόσια κτήρια.
            Όσον αφορά την επιλογή διαδόχου, μετά από πολλούς δισταγμούς, ορίζει τον ευνοούμενο του Λούκιο, τον οποίο ο Αντίνοος μάλλον δεν συμπαθούσε. Ο Λούκιος ήταν Ρωμαίος πατρίκιος είχε  παντρευτεί  κόρη συγκλητικού, είχε αποκτήσει μαζί της 3 παιδιά όμως με την άσωτη ζωή που έκανε, δυστυχώς αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία μόνο 26 ετών! Ο Αδριανός τότε επιλέγει ως άμεσο διάδοχο του, τον ευσεβή και καλοσυνάτο συγκλητικό Αντωνίνο κι ως δεύτερο χρονολογικά διάδοχο του το 17χρονο μακρινό συγγενή του Μάρκο Αυρήλιο, στον οποίο διέκρινε πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα και στον οποίο ο Αντωνίνος θα παρέδιδε την εξουσία αργότερα.

            Η έκτη ενότητα «Patientia» δηλαδή «Εγκαρτέρηση» αναφέρεται στη στάση του Αδριανού απέναντι στο θάνατο. Η αυτοκτονία - που ως λύση προβλημάτων προβαλλόταν τότε από στωϊκούς φιλόσοφους της εποχής – απασχόλησε  και τον Αδριανό αλλά τελικά την αρνήθηκε ως δειλία, μη θέλοντας να αμαυρώσει την προσωπικότητα του και την υστεροφημία του. Στον απολογισμό ζωής που κάνει, πριν πεθάνει, μετρά η κληρονομιά που αφήνει πίσω του για τις μελλοντικές γενιές μέσα απ’ το κυβερνητικό του έργο κι αισθάνεται σχετικά ικανοποιημένος απ’ τον τρόπο που δαπάνησε τη σύντομη ζωή του.

Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΚΙ Ο ΛΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ.

 Ο στοχασμός είναι έντονος μέσα στο έργο αλλά όχι ευδιάκριτος άμεσα. Ο Αδριανός, ήταν ένα άτομο που είχε διαμορφωθεί με την ελληνική παιδεία και δεν αφήνεται έρμαιο των γεγονότων και των πράξεων του αλλά στοχάζεται πάνω σ’ αυτά και προσπαθεί να επεμβαίνει καθορίζοντας τα, όσο μπορεί, διότι το απρόβλεπτο της τύχης καιροφυλακτεί και ανατρέπει μερικές φορές τους σχεδιασμούς του. Γράφει σ' ένα σημείο "η ηθική είναι μια ιδιωτική συμφωνία. Η αξιοπρέπεια είναι μια δημόσια υπόθεση".
Αυτό που διαπερνά όλο το έργο είναι η πολιτική του σκέψη. Βλέποντας αγριότητες του Σαρματικού πολέμου, γράφει «ο ρωμαϊκός στρατός έσφαζε τους (βαρβάρους) αιχμαλώτους γιατί δεν μπορούσαν να τους προωθήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Ρώμης και της Ασίας, ενώ οι εχθροί μας,(βάρβαροι) έκαιγαν ζωντανούς τους αιχμαλώτους τους […] Λυπόμουνα κείνους τους νεκρούς που θα μπορούσε να είχε αφομοιώσει η Ρώμη και να χρησιμοποιούνταν μια μέρα σα σύμμαχοι εναντίον ορδών πιο άγριων ακόμα […] Γύρισα στη Ρώμη γεμάτος τιμές. Αλλά είχα γεράσει». Και στη συνέχεια τεκμηριώνοντας την αλλαγή της πολιτικής του από επεκτατική σε φιλειρηνική γράφει « Να βρεθεί κάποιος να εναντιωθεί στην πολιτική των κατακτήσεων […] Αυτοί οι μακροχρόνιοι πόλεμοι εξαντλούσαν τα αποθέματα μιας χώρας (της Ιταλίας) …σε άντρες. Όσοι δεν πέθαιναν…τους τοποθετούσαν με το ζόρι στις νέες κτήσεις. Ακόμα και στην επαρχία το σύστημα στρατολόγησης (από ντόπιους) προκαλούσε αταξία σ’ όλους τους οικονομικούς κλάδους […]
     Επίσης το βάρβαρο χρυσάφι που είχε ανασύρει από τη κοίτη του Δούναβη, οι 500.000 βώλοι χρυσού του βασιλιά Δεκέβαλου φτάσανε ίσα-ίσα για τις γενναιοδωρίες (του Τραϊανού) προς τον (ρωμαϊκό) όχλο, για τις στρατιωτικές δωρεές (προς τους αξιωματούχους), μια παράλογη χλιδή των αγώνων και για τα πρώτα έξοδα της μεγάλης περιπέτειας της Ασίας (εκστρατεία εναντίον Πάρθων) Τούτα τα βάρβαρα πλούτη, παρουσιάζανε μια πλαστή εικόνα της πραγματικής οικονομικής κατάστασης. Ό,τι ερχόταν από τον πόλεμο, ξαναγυρνούσε στον πόλεμο.[…] Δεν είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι θα ήταν πάντα στο χέρι μας ν’ αποφεύγουμε όλους τους πολέμους. Αλλά δεν τους ήθελα παρά μόνο αμυντικούς. Ονειρευόμουνα μια στρατιά ειδικά εκπαιδευμένη για να διατηρεί την τάξη στα σύνορα και να παίζει εκπολιτιστικό ρόλο στις επαφές του με τους βαρβάρους των περιοχών αυτών. Η όποια μεγαλύτερη επέκταση της απέραντης αυτοκρατορίας…τελικά θα μας σκότωνε» (σ.90-91).
         Το όραμα του Αδριανού για την Ειρήνη ήταν μια παγκόσμια ειρήνη, βασισμένη στις αξίες του Ανθρωπισμού, της Ελευθερίας και της Ευτυχίας του ανθρώπου. Επεδίωκε ειρήνη όχι μόνο με τους βαρβάρους στα σύνορα της αυτοκρατορίας αλλά και μεταξύ των λαών στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. «οι αιώνια ασυμβίβαστοι Έλληνες  και Εβραίοι» τον προβληματίζουν πολύ. «η τάξη στα σύνορα δεν έχει καμιά αξία, αν δεν έπειθα τούτον τον εβραίο παλιατζή κι αυτόν τον έλληνα μπακάλη να ζήσουν ειρηνικά πλάι πλάι»(σ.119) Δεν μπορούσε όμως ν’ αρνηθεί και τους αμυντικούς πολέμους, όταν χρειαζόντουσαν, για να διατηρηθεί η εδαφική ακεραιότητα της Ρωμαϊκής επικράτειας. Η εδραίωση της Ειρήνης «ήταν  ο στόχος μου, όχι όμως και το είδωλο μου» έλεγε.
            Ακόμα θαυμάζει τον  ελληνικό πολιτισμό για «το σπέρμα των ιδεών με το οποίο γονιμοποίησε τον κόσμο» αλλά αισθάνεται και υπερήφανος για το ρωμαϊκό πολιτισμό, κι αναγνωρίζει ομοιότητες και διαφορές τους κι ελπίζει ότι η κληρονομιά της Ρώμης στην ανθρωπότητα θα είναι εξίσου σπουδαία με την προσφορά των Ελλήνων για τη δημιουργία ενός κόσμου, πιο ελεύθερου, πιο ανθρώπινου, πιο ευτυχισμένου. Γράφει «θα ήθελα να απόφευγα τη στιγμή, που οι βάρβαροι απ΄ το εξωτερικό κι οι δούλοι απ’ το εσωτερικό θα χιμήξουν πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο( της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) που τους ζητάει να τον σέβονται ή να τον υπηρετούν αλλά που τα οφέλη του δεν είναι γι αυτούς.[…]Επιμένω: το πιο απόκληρο από τα πλάσματα ο δούλος, που καθαρίζει  βρωμιές της πόλης, κι ο λιμασμένος βάρβαρος, που τριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να έχουν συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί»!!
         Ελπίζει να υπάρξει ένας κόσμος καλύτερος στο μακρινό μέλλον, που ο ηρωισμός θα έχει αποκτήσει καινούργιο νόημα «όταν θα έχουμε ελαφρώσει τις άχρηστες δουλείες, τις δυστυχίες (του ανθρώπου) που δεν είναι απαραίτητες, θα υπάρχει πάντα για να κρατά την ηρωική αρετή του ανθρώπου, η μακρά σειρά των πραγματικών δεινών του ανθρώπου, ο θάνατος, τα γηρατειά, οι αρρώστιες δίχως γιατρειά, ο έρωτας δίχως ανταπόκριση, η προδομένη φιλία, η μετριότητα μιας ζωής λιγότερο πλατειάς απ’ τα σχέδια μας και περισσότερο μουντής απ’ τα όνειρα μας, όλες οι δυστυχίες που οφείλονται στη θεϊκή φύση των πραγμάτων»!!

Ο λυρισμός του έργου επίσης δεν είναι κραυγαλέος αλλά συγκαλυμμένος, κι αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη, που διαβάζει αργά και προσεκτικά, αλλιώς προσπερνιέται χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ο Αδριανός συγκινείται πολύ από την ομορφιά της φύσης, του τοπίου, αλλά κι απ’ την τέχνη, που δημιουργεί ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είτε πρόκειται για ποίηση, είτε γι’ αγάλματα ακόμα και για επιστημονικά και τεχνολογικά έργα. Ακόμα συγκινείται πολύ απ’ την ομορφιά του νεανικού, εφηβικού κορμιού, απ’ την ευγένεια και τη γενναιοδωρία της ψυχής, απ’ τον ανθρώπινο πόνο απ’ όπου κι αν προέρχεται. Γράφει "και τι άλλο είναι η ηδονή από μια στιγμή παράφορης προσοχής που παραχωρούμε στο κορμί μας;" και σε άλλο σημείο " η σάρκα αυτό το όργανο το φτιαγμένο από μυς, αίμα κι επιδερμίδα, αυτό το άλικο σύννεφο που έχει γι' αστραπή του την ψυχή". Ο λυρισμός εκφράζεται συνήθως με συνεχή ασύνδετα σχήματα που κρατούν την ανάσα του αναγνώστη μέχρι να ολοκληρωθούν ή με λίγες παρομοιώσεις, μεταφορές, εικόνες που ξεπηδούν μέσα από σύντομες περιγραφές, ικανές όμως να ξυπνήσουν το λυρισμό στην ψυχή του αναγνώστη.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

     Ο αφηγητής Αδριανός καταγράφει σε α! ενικό πρόσωπο, όσα ο ίδιος γνωρίζει αλλά συγχρόνως κι όσα οι άλλοι γνωρίζουν, που του τα  μεταφέρουν ως πληροφορίες ή ως φήμες. Με αυτή την αφηγηματική τεχνική η συγγραφέας καταφέρνει να μην παρουσιάζει μόνο την άποψη του Αδριανού για τα πράγματα αλλά και άλλες απόψεις, διαφορετικές ακόμα κι αντίθετες από τη δική του εμπλουτίζοντας την οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα.
Ο αφηγηματικός χρόνος δεν περιπλέκεται ιδιαίτερα, διότι τη συγγραφέα δεν την απασχολούσε μια πλοκή με έντονη δράση που να εξάπτει την αγωνία, το φόβο, την περιέργεια του αναγνώστη αλλά κύρια την απασχολούσε το βάθος και το πλάτος των ιδεών και των συναισθημάτων ενός  ανθρώπου, που αναλώθηκε σε πολιτική δράση και οράματα, σε έρωτες σωματικούς και πνευματικούς, που πόνεσε και χάρηκε πολύ στη ζωή, που τη γεύτηκε πολύ.

ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΡΓΟΥ

Η Γιουρσενάρ γράφει ένα έργο με λογοτεχνικές, φιλοσοφικές και πολιτικές αξιώσεις πατώντας πάνω σ’ ένα ιστορικό υπόβαθρο, δηλαδή σε μια κοινωνική πραγματικότητα -που υπήρξε ιστορικά και που επαναλαμβάνεται, παραλλαγμένη βέβαια- την οποία μεταπλάθει αισθητικά για να προβάλλει τα μηνύματα της. Κεντρική ιδέα των μηνυμάτων αυτών  είναι ποια πρέπει να είναι η ουσία του πολιτικού άντρα και του ανθρώπου και με αυτή την έννοια διδάσκει ακόμα και σήμερα.
Ο Αδριανός λοιπόν λειτουργεί ως σύμβολο του πολιτικού που -ζώντας στη δική του παγκοσμιοποιημένη εποχή- προσπαθεί να συνδυάσει το στενότερο συμφέρον της Ρώμης με το οικουμενικό συμφέρον της αυτοκρατορίας του (των λαών που περιελάμβανε, διαβλέποντας και στις καλές σχέσεις με τους λαούς εκτός αυτοκρατορίας). Επίσης προβάλλει το πρότυπο του πολιτικού, που προσπαθεί να πετύχει τους πολιτικούς του στόχους χωρίς να εξαγριώνει αφενός τους συγκλητικούς κι αφετέρου το λαό κρατώντας κοινωνικές ισορροπίες και λαμβάνοντας πάντα υπόψη του την κοινή γνώμη χωρίς να παρασύρεται σε λαϊκισμούς. Ακόμα συμβολίζει τον πολιτικό που προσπαθεί να υπερισχύει και να εξουδετερώνει τους πολιτικούς του αντίπαλους, διατηρώντας, όσο το δυνατόν, ήσυχη τη συνείδηση του.
           Η συγγραφέας δεν παραλείπει να σταθεί σε ένα λεπτό θέμα που αγγίζει την ηθική και το θέμα της καθαρής συνείδησης, που κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει,  όταν χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του, και νομίζω ότι ερμηνεύει σωστά την προσωπικότητα του Αδριανού στο πώς προσπαθεί να διατηρήσει ήσυχη τη συνείδηση του.  Για παράδειγμα  στην αιματηρή κατάπνιξη εξέγερσης Ιουδαίων ή στις πολιτικές δολοφονίες ακόμα και συγγενών, όπως του γαμπρού του Σερβιανού, τα περισσότερα τα δικαιολογεί στον εαυτό του είτε ως αναγκαίες πράξεις εναντίον συνωμοτών που απειλούσαν την  εδαφική ακεραιότητα του Κράτους ή την εξουσία του. Άλλα τα δικαιολογεί με τη σκέψη ότι δεν είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για κάποιες αγριότητες που έχουν  ή ότι οφείλονται σε πολιτικά λάθη όχι μόνο δικά του αλλά και των συνεργατών του ή και των αντιπάλων του. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αισθάνεται ενοχές από τις οποίες προσπαθεί να λυτρωθεί ομολογώντας το λάθος του «είχα θυσιάσει κι εγώ στο Φόβο, πριν απ’ την είσοδο μου στη Ρώμη» ή  προβάλλει τις προσπάθειες του για τη φιλειρηνική πολιτική ανεβάζοντας έτσι το ηθικό του. Πρέπει να υπάρχουν τέλος και κάποιες περιπτώσεις που ο Αδριανός δεν λυτρώνεται ποτέ για τυχόν παραλείψεις του, όπως ίσως ότι δεν πρόβλεψε να προστατεύσει τον Αντίνοο από το θάνατο. Σε καμιά περίπτωση όμως ο Αδριανός δεν είναι ο αμοραλιστής πολιτικός που μπροστά στις προσωπικές του φιλοδοξίες αγιάζει κάθε μέσον για να πετύχει τους σκοπούς του.
       Τέλος  ο Αδριανός είναι το πρότυπο του πολιτικού, που συνδυάζει τη δημόσια δράση με τις χαρές της ιδιωτικής ζωής. Δημιουργεί σχέσεις εμπιστοσύνης με πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος, τιμά τη φιλία, φροντίζει στις εκστρατείες του να συνοδεύεται από ανθρώπους των γραμμάτων, τους οποίους  εκτιμά και πολλοί από αυτούς αποτελούν το στενό κύκλο του και χαίρεται για τις πνευματικές συζητήσεις που έχει μαζί τους. Ίσως κάποιοι δυσανασχετήσουν με την ελευθεριάζουσα ερωτική ζωή του αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητα, κι εντυπωσιάζει η  ανεκτικότητα που υπήρχε, ακόμα κι απ’ τις συζύγους των αντρών αυτών. Αυτός λοιπόν είναι ο Αδριανός ή μάλλον η εξιδανικευμένη εικόνα του πολιτικού κι ανθρώπου που έπλασε η Γιουρσενάρ στα «Απομνημονεύματα» του. Και ποιος στα απομνημονεύματα του όμως δεν εξωραΐζει  την εικόνα του;
        Τελικά η Γιουρσενάρ με το έργο αυτό μας έδωσε ένα λογοτεχνικό-πολιτικό κείμενο. Η Γιουρσενάρ μαζί με τη Ζακλίν ντε Ρομιγύ αποτελούν  δυο γυναικείες μορφές των γαλλικών γραμμάτων του 20ου αιώνα, που εντρύφησαν στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και παρουσίασαν δυο πολιτικές προσωπικότητες εκ διαμέτρου αντίθετες. Η μεν Ρομιγύ τον Αλκιβιάδη που έθεσε πάνω απ’ όλα το προσωπικό του συμφέρον συμβάλλοντας στον όλεθρο της Αθήνας (έργο που παρουσιάζεται επίσης στο ιστολογιο μου), η δε Γιουρσενάρ τον Αδριανό που υπηρέτησε το κοινωνικό συμφέρον της πατρίδας του συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

                                             Σούλη Αγγελική                                                                                                                                                Βάρκιζα, 3 –11-2007 

3 σχόλια:

  1. Πιστεύετε ότι η συγγραφέας έχει επηρεαστεί από το βιβλίο Roman history του Dio Cassius;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΔΕΝ ξέρω, αναζήτησα το βιβλίο "Απομνημονεύματα Αδριανού" διότι νομίζω ότι στην Εισαγωγή του η συγγραφέας αναφέρει τις πηγές της αλλά δυστυχώς δεν το βρήκα στη βιβλιοθήκη μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό που κάνει τόσο "πραγματική" κ γοητευτική την προσωπικότητα του Αδριανού είναι νομίζω η ανθρωπόφιλη σε ατομικό κ συλλογικό επίπεδο στάση του σε συνδυασμό με την παιδεία του και την ηγεμονική του θέση στα πράγματα -που δεν παραβλάπτει ωστόσο το συναίσθημα σε κάθε εκδήλωση ιδιωτική η δημόσια της ζωής του. Τον έχω "κτίσει" τόσο εναργή και υπαρκτό μέσα μου που η γκρίζα πραγματικότητα της ζωής αποκτά μέσα μου διαστάσεις ενός κοσμικού διαλείμματος-κάθε φορά που τον ανακαλώ - από το οποίο η ανθρωπότητα κάποτε, κάποτε, οπωσδήποτε θα εξέλθει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή