Το ιστολόγιο της Αγγελικής Π. Σούλη

Η καταγραφή των αναγνώσεων αυτών ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μην ξεχασθούν ιδέες και συναισθήματα που κάποτε με είχαν συγκινήσει.
Γράφοντας συνειδητοποίησα ότι ο χρόνος που αφιέρωνα στην ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση του έργου, μου χάριζε ένα αίσθημα δημιουργίας.
Η επαγγελματική μου απασχόληση (φιλόλογος) μου έδωσε τα κίνητρα και τα μέσα για αυτές τις αναγνώσεις. Κι έτσι με συνεπήρε το ταξίδι της ανάγνωσης και της γραφής!
Κι ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος κόσμος, σχεδόν ανεξερεύνητος,της δημιουργικής ανάγνωσης και γραφής.
"Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι ούτε μία ούτε άπειρες" όπως τονίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αφού η υποκειμενική ερμηνεία του γράφοντος πρέπει να δένει με τους περιορισμούς που θέτει το κείμενο.

Και μια διευκρίνιση:
Καμμιά ανάγνωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ίδιο το βιβλίο αλλά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ανάμεσα στον αναγνώστη και στο βιβλίο φωτίζοντας το, κάνοντας το πιο κατανοητό και καλλιεργώντας συγχρόνως τη φιλαναγνωσία.



Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Ο Μεγάλος Αμπάι, Μιχάλης Μοδινός, εκδ. Καστανιώτη, 2006

Ο  Μιχ. Μοδινός με το νέο βιβλίο του «ο Μεγάλος Αμπάι» μας χάρισε το ωραίο ταξίδι προς τις πηγές του Νείλου, του Μεγάλου Αμπάι, όπως αποκαλείται στην τοπική αιθιοπική διάλεκτο ο ποταμός–πηγή του Νείλου, που πηγάζει από τη λίμνη Τάνα,  η οποία βρίσκεται πάνω στα πανύψηλα βουνά της Αιθιοπίας. Για τον Τζέιμς Μπρους, τον αρχηγό της εξερευνητικής ομάδας, στόχος του ταξιδιού ήταν η ανακάλυψη των πηγών του Νείλου, κάτι που δεν το είχαν επιτύχει στο παρελθόν, ούτε ο Καμβύσης, ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος, ούτε ο Ιούλιος Καίσαρ. Για το Γραικό Στρατή Ταταράκη, συνοδοιπόρο του Μπρους, στόχος ήταν η πορεία προς τις πηγές του Νείλου, η οποία τόσες εμπειρίες και βιώματα  του χάρισε!
        Ο συγγραφέας, Μ. Μοδινός, ένας απ’ τους πρώτους οικολόγους  στην Ελλάδα –όταν η οικολογία ήταν άγνωστη ακόμα στο ευρύ κοινό- καταθέτει την ψυχή του μετουσιώνοντας σε λογοτεχνία βιώματα κι εμπειρίες απ’ τα ταξίδια του στη Μαύρη Ήπειρο! Ένας Ευρωπαίος, παιδί του Διαφωτισμού αλλά με ρίζες που ακουμπούν και στην Ανατολή, ο Στρατής Ταταράκης, ο κεντρικός ήρωας, το alter ego του συγγραφέα, στέκει εκστατικός μπροστά στο διαφορετικό και προσπαθεί να κατανοήσει τον «πρωτόγονο πολιτισμό» των αφρικάνικων φυλών απαλλαγμένος από τα δυτικά στερεότυπα. Τελικά ο «Μεγάλος Αμπάι» είναι ένα ταξίδι στο γεωγραφικό χώρο, στον ιστορικό χρόνο, ένα ταξίδι οικολογικό κι ανθρωπολογικό, στο οποίο έρχονται αντιμέτωπες δυο διαφορετικές  νοοτροπίες και στάσεις ζωής, η ορθολογιστική του δυτικού πολιτισμού και η περισσότερο αισθησιοκρατική  του ανατολίτικου πολιτισμού.
       
Πιο συγκεκριμένα ο συγγραφέας ορμώμενος από ένα ιστορικό γεγονός, το εξερευνητικό ταξίδι του Σκωτσέζου Τζέιμς  Μπρους το 1769 για να ανακαλύψει τις πηγές του Νείλου πλάθει το μύθο του εισάγοντας σ’ αυτόν ένα πλαστό πρόσωπο, το Στρατή Ταταράκη, Έλληνα φυγάδα απ’ τη Μήλο που είχε βρεθεί να ζει στην Αίγυπτο. Η εξευρενητική ομάδα ξεκινάει απ’ το Κάιρο, αναπλέει το Νείλο μέχρι το Ασουάν –σημείο απ’ το οποίο ήταν αδύνατη η προσπέλαση του ποταμού προς Νότο- κι αναγκάζεται τότε δια μέσου της Ερυθράς Θάλασσας να προσεγγίσει την Ασμάρα -στις ακτές της σημερινής Ερυθραίας- για να μπορέσει από εκεί να ανέβει τα υψίπεδα της Αιθιοπίας ως τη λίμνη Τάνα. Από την υπερχείλιση λοιπόν της λίμνης Τάνας ξεκινά ο Μεγάλος Αμπάι, ο οποίος στη συνέχεια διασχίζει τα αιθιοπικά υψίπεδα, μετά γκρεμίζεται σε εντυπωσιακούς καταρράκτες και σε βαθιά, απόκρημνα κι αποπνικτικά απ’ την υγρασία φαράγγια, κατόπιν βγαίνει στις αχανείς στέπες του Σουδάν, μετά διασχίζει την Αίγυπτο, χαμηλότερα διακλαδίζεται σχηματίζοντας ένα τεράστιο Δέλτα  και τελικά χύνεται στην ανοιχτή Μεσόγειο καταλήγοντας σε 4 στόμια, αφού έχει κάνει ένα μακρύ ταξίδι λίγων μηνών!
        Αυτός είναι ο ποταμός-Θεός, ο ζωοδότης, που ποτίζει, που δροσίζει, που τρέφει γη κι ανθρώπους, που διαμορφώνει το τοπίο σε εντυπωσιακό και μαγευτικό, που επηρεάζει τη χλωρίδα και την πανίδα…και γενικά την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή των χωρών από τις οποίες διέρχεται. Διαβάζουμε (σελ.356,7) «Ο ποτάμιος Θεός των Αιγυπτίων, το υλικό αίτιο…η κινούσα αρχή του πρώτου ίσως μεγάλου πολιτισμού της Ιστορίας….ο Μεγάλος Αμπάι κουβαλά τεράστιες ποσότητες χώματος μέχρι το Δέλτα του Νείλου δωρίζοντας στην Κάτω Αίγυπτο τον πλούτο της. Χωρίς αυτόν δεν θα είχαν υπάρξει Φαραώ και πυραμίδες». Έτσι το μυθιστόρημα αυτό μας αναδεικνύει το ρόλο της Γεωγραφίας στο Ιστορικό γίγνεσθαι. Κάνει κτήμα των αναγνωστών την οπτική της γαλλικής ιστορικής σχολής «Annales», η οποία πρώτη τόνισε το ρόλο των γεωγραφικών συνθηκών ενός τόπου στην εξέλιξη της οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας του.
      Είναι γνωστόν ότι η Γεωγραφία, ως επιστήμη, αναπτύχθηκε τα νεότερα χρόνια και η χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών ήταν μια ενδιαφέρουσα αλλά και επικίνδυνη αποστολή για τους εξερευνητές. Με λιγοστά όργανα μέτρησης και κάνοντας χιλιάδες χιλιόμετρα πορεία μέσα σε αφιλόξενες περιοχές με την απειλή αντίξοων καιρικών συνθηκών, ασθενειών κι εχθρών κατέγραφαν γεωλογικά στρώματα, τοπωνύμια, γεωγραφικές θέσεις, θερμοκρασίες, υγρασίες, φυτά και ζώα των περιοχών που εξερευνούσαν. Οι εξερευνητές «σκοπό είχαν να γεμίσουν το κενό του χάρτη […] για να πληροφορήσουν τους Ευρωπαίους, για να φανούν χρήσιμοι στην πατρίδα τους και στην κοινωνία γενικότερα». Ο ερχομός τους όμως βοήθησε στην πρόοδο των χωρών που επισκέπτονταν ή αντίθετα οδήγησε στην αλλοτρίωσή τους, αναρωτιέται ο Γραικός Στρατής Ταταράκης.
         Μονολογεί ο Γραικός (σελ.138,9) « ο Μπρους τα προσεγγίζει απ’ τη σκοπιά του αντικειμενικού παρατηρητή ενώ εγώ βυθίζομαι εντός τους για να προσεγγίσω την ουσία τους, η οποία είναι άπιαστη…μέσα στην άπειρη πολυπλοκότητα της.[…] Ο Μπρους αποφαίνεται ότι έτσι είναι τα πράγματα αλλά αυτό είναι ένα επικίνδυνο νοητικό εγχείρημα.[…] Ο Μπρους υποτίθεται ότι δουλεύει για το κοινό καλό […]φαρμακευτικές ουσίες βότανα, εύφορα εδάφη, ξυλεία, ελεφαντόδοντο είναι εκεί και περιμένουν τη Μεγάλη Δύναμη που θα τα εκμεταλλευτεί- για το καλό το δικό της και της ανθρωπότητας». Η υπεροχή των Ευρωπαίων δεν οφείλεται μόνο στις γνώσεις τους ιατρικές και τεχνικές που κομίζουν στις αφρικάνικες φυλές αλλά και στη δύναμη των όπλων τους με τα οποία επιβάλλουν την κυριαρχία τους εκεί. Ο Μπρους θέλει όλα να τα αναλύει επιστημονικά ενώ σ’ εμένα αρέσει να στοχάζομαι συνθέτοντας.
         Η διαφορά των δυο πολιτισμών  του δυτικού ορθολογικού και του ανατολικού-αισθησιοκρατικού είναι εμφανής και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις αφρικάνικες φυλές. Ο Μπρους τις θεωρεί πρωτόγονες, βάρβαρες γιατί κυκλοφορούν γυμνοί, είναι αφελείς ενώ ο Στρατής πιστεύει ότι ζουν ελεύθερα αποδέχονται τον ερωτισμό τους ως φυσική αναγκαιότητα, δεν έχουν μάθει να υποκρίνονται. Διαβάζουμε σ.207«οι γυναίκες που μας παραχωρούν το κορμί τους δεν είναι πόρνες […]η λέξη αμαρτία δεν υπάρχει στη γλώσσα τους» και στη σ.458 «Γιατί  μας προειδοποιούσαν με τις κραυγές τους; Γιατί δεν μας επιτέθηκαν στο μέσον της νύχτας, όταν θα ήταν πιο εύκολα γι αυτούς; Γιατί αυτή η ανώφελη τελετουργική επίθεση; Γιατί είναι γενναίοι, σκέφτηκα, γιατί είναι αθώοι, γιατί είναι αρχαϊκοί».Δεν μπορεί όμως να μην αναλογιστεί ότι ο ερχομός των πολιτισμένων Ευρωπαίων θα σημάνει το τέλος της αθωότητας και της βαρβαρότητας τους! Βέβαια  υπάρχουν και φυλές που ήδη έχουν αλλοτριωθεί και γνωρίζουν την κλοπή, την πονηριά ,όπως αραβικές ή νέγρικες, τις οποίες  συναντά στο Σουδάν και οι οποίες δεν έχουν την αγνότητα των αιθιοπικών φυλών που έχουν κατακτήσει την καρδιά του.
        Βασικά η Αιθιοπία είναι η χώρα που κερδίζει την καρδιά όχι μόνο του Στρατή Ταταράκη αλλά και του αναγνώστη. «Αυτή η ορεινή χώρα με τα αλλεπάλληλα οροπέδια κατά μήκος στενών μονοπατιών […] μέσα από πορφυρά σύννεφα, ομίχλες κι ανελέητο ήλιο κι αθόρυβη πληκτική βροχή και παγερούς ανέμους, με θορυβώθεις καταρράκτες […] και μικρά χωριά να ξεπροβάλλουν εκεί που δεν τα περιμένεις […]Κάθε οροπέδιο που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας αποκάλυπτε ένα νέο κόσμο, διαφορετική βλάστηση και μια νέα κλιματική ζώνη […] βρισκόμαστε στον κόσμο των βουνών, στο απόρθητο κάστρο των Αιθιόπων αυτοκρατόρων. »(σ.79-80).Η Αιθιοπία εντυπωσιάζει όχι μόνο για τη φύση της αλλά και για τον πανάρχαιο πολιτισμό της, απομεινάρια του οποίου συναντώνται σε πολλές περιοχές της.
       Οβελίσκοι με γραπτές επιγραφές, ακόμα και στα ελληνικά σώζονται στο Αξούμ. «Μεγάλος πολιτισμός: ο μοναδικός με γραπτή γλώσσα σε όλη την Αφρική και ο μοναδικός χριστιανικός πολιτισμός που έπεσε σε παρακμή με την ασφυκτική πολιορκία του Ισλάμ»(σ.87).Ακόμα συναντώνται στη Λαλιμπέλα ναοί χριστιανικοί, σκαμμένοι κυριολεκτικά μέσα σε κόκκινους ηφαιστιογενείς βράχους! Πάνω στο βράχο που επέλεγαν χάρασσαν την κάτοψη του ναού, έπειτα έσκαβαν την περίμετρο του και μετά τα εσωτερικά χωρίσματα έτσι ώστε  διαμορφωνόταν μια κανονική εκκλησία απελευθερωμένη από το βράχο(σ.89-90)!  
        Εντυπωσιάζει επίσης η Γκοντάρ με τα ψηλά τείχη από αμμόλιθους, τους πύργους, τις στοές, που κτίστηκε γύρω στα 1636, όταν ο αυτοκράτορας Φασάλντας οραματίστηκε να αποκτήσει μια μόνιμη πρωτεύουσα και να  σταματήσει η αυτοκρατορική αυλή να μετακινείται ολόκληρη από τόπο σε τόπο! Φανταστείτε μια κινητή πρωτεύουσα 70.000 ανθρώπων μ’ όλη την οργάνωση και πειθαρχία της να στήνει και να ξεστήνει σκηνές, να εγκαθιστά μαγειρεία κι ιατρεία, να ποτίζει και να ταίζει ζώα καθημερινά (σ.180). Αυτή είναι η Αιθιοπία, που χρωστά το όνομα της στους αρχαίους Έλληνες, αφού Αιθίοψ σημαίνει αυτός με την καμμένη όψη εκ του αίθω= καίω + όψη. Αιθιοπία, το γεωγραφικό σύνορο προς Νότο του αρχαίου κόσμου.
            Οι ορεινοί όγκοι της με τα δύσβατα φαράγγια και τους απόκρημνους καταρράκτες την προφύλαξαν από επίδοξους κατακτητές Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίους, Άραβες… Ένα φυσικό οχυρό από μόνη της η Αιθιοπία! Γι’ αυτό κι οι κάτοικοι της παρέμειναν ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι για αιώνες  χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήλθαν σε επαφή με άλλους λαούς απ’ τους οποίους αφομοίωσαν πολλά στοιχεία. Από την αρχαιότητα γνωστή η βασίλισσα του Σαβά, την οποία ερωτεύτηκε ο βασιλιάς Σολομών, και ο γιος τους ο Μενελίκ έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της Αιθιοπίας. Από τους Βυζαντινούς εκχριστιανίστηκαν αλλά τη χριστιανική τους πίστη την εξέφρασαν με το δικό τους τρόπο, γεγονός που αντανακλάται και στις τοιχογραφίες των εκκλησιών τους. Κόπτες με παγανιστικά στοιχεία ζωγραφίζουν τους αγίους τους με απλοϊκές μορφές, με λευκό δέρμα και χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής!
        Μέσα στο έργο είναι επίσης εμφανής και η οικολογική οπτική του συγγραφέα. Η φύση είναι διαρκώς παρούσα όχι μόνο ως τοπίο αλλά και ως οικοσύστημα. Η παρουσία μιας πρώιμης οικολογικής συνείδησης  είναι εμφανής στις αιθιοπικές  φυλές που ζουν ενταγμένες αρμονικά μέσα στη φύση σεβόμενοι τους κύκλους της ζωής και μη προκαλώντας την επιθετικότητα των ζώων π.χ ελεφάντων, λιονταριών αλλά και στον Στρατή Ταταράκη που στοχάζεται για τη βιοποικιλότητα της φύσης, για την ενότητα όλων των φυσικών στοιχείων και για τη μεγάλη σύγκρουση πολιτισμού και φύσης. «Αυτοί οι λαοί δεν έχουν γνωρίσει την πείνα. Η φύση τους φροντίζει γιατί τη σέβονται»(σ.266). «Όλα θα αποδομηθούν στη συνέχεια από τον αέρα, την υγρασία, τον ήλιο, τα τσακάλια, τα φίδια, τα έντομα […] εντάξει αφεντικό, υπάρχουν δίκαιες κι άδικες πράξεις στα μάτια του ανθρώπου, όμως έχουν όλες τη θέση τους στην οικονομία της φύσης» (σ.275). «Η φύση εξημερώθηκε. Η αγριότητα έγινε πολιτισμός. Δεν υπήρχε πια επιστροφή- τα αγρίμια όφειλαν να το γνωρίζουν κι αποσύρθηκαν στα απώτατα λημέρια τους […] κι όταν πυροβόλησα ήταν πια αργά. Επιβεβαιώσαμε τη ζωή σκοτώνοντας ότι θεωρούσαμε επιβλαβές» (σ. 194, 239).Και καταλήγει λέγοντας ότι η φυσική ιστορία θα έπρεπε να μας διδάσκει πώς να βλέπουμε και να κατασκευάζουμε την ανθρώπινη(σ.31).
               Και μέσα σ’ όλα αυτά ο άνθρωπος πάντα που δίνει νόημα σε οτιδήποτε τον περιβάλλει αλλά και που σημαδεύεται ο ίδιος από το περιβάλλον του. «Τα πράγματα δεν έχουν τη δική τους εγγενή αξία. Γίνονται ενδιαφέροντα, μόνο όταν τα ζουν ενδιαφέροντες άνθρωποι και γίνονται συναρπαστικά όταν προσθέτουν την οπτική των άλλων στη δική τους (σ.154). «Το πάθος κινεί τον κόσμο, το πάθος του έρωτα, το πάθος της περιπέτειας, αυτό που κάνει τους ανθρώπους άξιους λόγου για να τους θυμούνται οι επόμενες γενιές(σ.196). Αυτό το πάθος παρακίνησε τον Μπρους να αναζητήσει στα βάθη της Αφρικής τις πηγές του Νείλου, κι αυτό το πάθος της περιέργειας έκανε  το Στρατή να μη μπορεί να ριζώσει πουθενά.
        «Το πλεονέκτημα της φυγής : η απολεσθείσα οντότητα παραμένει άφθαρτη…χωρίς την αναπόφευκτη σφαγή της καθημερινότητας (σ.122). «Όμως ο άνθρωπος όπου και να πάει είναι υποχρεωμένος να κουβαλάει μαζί του σαν το μυθικό Άτλαντα το σώμα και την ψυχή του- την ίδια την ιστορία του κι έρχεται κάποτε η στιγμή, όπου η υπαρξιακή μοναξιά του τον καταθλίβει. Τελικά όλοι ανήκουμε σ’ ένα τόπο. Όλοι οι άλλοι τόποι προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άλλες ζωές» (σ.113,219). Το θέμα της φυγής υπάρχει και στο προηγούμενο έργο του Μ. Μοδινού «Χρυσή Ακτή» αλλά τώρα προσθέτει και το θέμα του ανθρώπινου αποτυπώματος, που αφήνουμε όλοι μας πάνω στη γη κατά τη σύντομη παρουσία μας πάνω σ’ αυτή. Στο ανθρώπινο αποτύπωμα, ο συγγραφέας μάλλον έχει δεχτεί επιρροές από το «Στίγμα» του Αμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ. «Όσοι είχαν καλές προθέσεις άφησαν ένα πολύτιμο αποτύπωμα στη χώρα μας, περισσότερο με ανησυχεί όμως το πώς θα χρησιμοποιηθούν οι γνώσεις που θα αποκτήσεις εδώ» απαντά η βασιλομήτωρ της Αιθιοπίας στον Μπρους.
        Τελικά πιο ήταν το αποτύπωμα που άφησε ο Μπρους; Οι επόμενες γενιές  του αναγνωρίζουν ότι ανακάλυψε τις πηγές του Νείλου; Η αλήθεια είναι ότι Πορτογάλοι εξερευνητές και Ιησουίτες μοναχοί, 150 χρόνια νωρίτερα απ’ τον Μπρους, είχαν επισκεφτεί τα υψίπεδα της Αιθιοπίας, τη λίμνη Τάνα και είχαν μιλήσει για το μεγάλο Αμπάι. Ο Τζέιμς Μπρους παρόλη την τιτάνια προσπάθεια του έκανε δυο λάθη. Πρώτον  πίστεψε ότι η πραγματική πηγή του Νείλου είναι ο Μικρός Αμπάι, επειδή τα νερά του που χύνονται στη λίμνη Τάνα -σύμφωνα με τις ενδείξεις της ροής των  ρευμάτων της λίμνης- την υπερχειλίζουν κι έτσι ξαναχύνονται στο Μεγάλο Αμπάι, γεγονός βέβαια υπερβολικό. Δεύτερον αγνόησε το Λευκό Νείλο, ως πιθανή πηγή του Αιγυπτιακού Νείλου, τον οποίο συνάντησε στο Χαρτούμ του Σουδάν, όταν επέστρεφε στην Αίγυπτο από την Αιθιοπία.
           Η αλήθεια είναι ότι εκατό περίπου χρόνια αργότερα από το ταξίδι του Μπρους, ανακαλύφτηκαν κι οι πηγές του Λευκού Νείλου στα βάθη της Κεντρικής Αφρικής, στη λίμνη Βικτώρια. Έτσι το μυστήριο των πηγών του Αιγυπτιακού Νείλου λύθηκε εκπλήσσοντας μας. Ο Νείλος δεν έχει μια πηγή αλλά δυο: Η μια είναι ο Γαλάζιος Νείλος –που πηγάζει από τη λίμνη Τάνα της Αιθιοπίας- που με τον όγκο των νερών του και τις φερτές ύλες που κουβαλά κάνει τόσο εύφορη την κοιλάδα του Νείλου κι η άλλη πηγή ο Λευκός Νείλος, που πηγάζει από τη λίμνη Βικτώρια, μακρύτερος σε μήκος, με λιγότερο  νερό, που εξατμίζεται καθώς διασχίζει στέπες. Στο Χαρτούμ του Σουδάν οι δυο ποταμοί ενώνονται. Για μερικά χιλιόμετρα κυλούν τα νερά τους παράλληλα χωρίς να ανακατεύονται διατηρώντας  ο καθένας το χρώμα του, ο Λευκός το γκριζωπό του κι ο Γαλάζιος το καφεπράσινο του, το οποίο μόνο τις πρωϊνές ώρες γίνεται γαλάζιο!
  Αυτή φαίνεται είναι η μοίρα του ανθρώπου, να αναζητεί, να παρατηρεί, να ερμηνεύει αυτό το θαύμα της ζωής και του κόσμου κι απ’ την άλλη να διαπιστώνει ότι η ουσία των πραγμάτων παραμένει ασύλληπτη. Κι ο συγγραφέας στον επίλογο του καταλήγει ότι η γνώση μας για τον κόσμο μοιάζει με αντικατοπτρισμό της ερήμου, όπως αυτόν που βιώνουν οι διψασμένοι  για νερό στην έρημο. «Φάτα Μοργκάνα» αυτή είναι η μοίρα μας, παρόλα αυτά όμως ο συγγραφέας πιστεύει ότι «αν κορεστεί η περιέργεια του ανθρώπου θα έχει φτάσει το τέλος του κόσμου»!              Γενικότερα η βασική φιλοσοφία του συγγραφέα συνοψίζεται στο τρίπτυχο «Απόλαυσε τη ζωή με όλες τις αισθήσεις σου, στοχάσου για τον κόσμο και τη πηγή της ζωής, γράψε για να μείνει κάτι πίσω σου, για να σβήσεις  την ντροπή και το κρίμα, για να επιβιώσεις για να γίνεις το κέντρο του κόσμου».Έτσι κι ο Στρατής Ταταράκης, το alter ego του συγγραφέα, απολαμβάνει τη ζωή με τις αισθήσεις του χωρίς να ξεπέφτει σ’ ένα χυδαίο ευδαιμονισμό, αμφισβητεί τη ψυχρή λογική, την απογυμνωμένη από συναίσθημα και ηθικές αρχές και προτιμά τη συνθετική σκέψη του φιλοσοφικού στοχασμού απ’ την αναλυτική της επιστήμης.
        Όσον αφορά τη γραφή του Μ.Μοδινού χαρακτηριστικό του  είναι οι περιγραφές-εικόνες που αποδίδουν την ποικιλομορφία της αφρικάνικης φύσης και την καθημερινή ζωή των αφρικάνικων φυλών. Οι περιγραφές αυτές, άλλοτε  περισσότερο ρεαλιστικές κι άλλοτε λυρικές, αποδίδουν όλες τις λεπτές αποχρώσεις των ήχων, του ρυθμού της κίνησης, την ευωδιά αλλά και τη δυσοσμία των οσμών, τη βελούδινη ή τραχιά αίσθηση της αφής, τις διάφορες γεύσεις των τοπικών ποτών, φαγητών και βοτάνων… Και οι πέντε αισθήσεις είναι παρούσες για να εκφράσουν την πρωτογενή εμπειρία του ανθρώπου πριν την πάρει η νόηση για να την αναλύσει και να τη μετατρέψει σε «αριθμητικά νούμερα και πράξεις». Γράφει (σ.274) «Αρχίζει να χορεύει-τα πόδια είναι προτεταμένα μια ιδέα μπροστά απ’ το υπόλοιπο σώμα, ο γοφός ακίνητος απλώς μετατοπίζει το κέντρο βάρους του, ενώ τα χέρια διαγράφουν αργές, κυκλωτικές, εκστατικές και μεγαλόπρεπες κινήσεις. «Ο Χορός της Αγριόχηνας» τον έχω ξαναδεί και στη σ.120 «Ρυθμοί που αναδεικνύουν τη σωματικότητα –θηλυκή κι αρσενική- τη μεγαλόπρεπη κι απλόχερη μορφή της σεξουαλικότητας….». Όμως οι συχνές επαναλήψεις  παρόμοιων περιγραφών ίσως κουράσουν κάποιους αναγνώστες  και μπορεί να θεωρηθεί αδυναμία του έργου.
Γενικότερα η γλώσσα του μυθιστορήματος εμπλουτίζεται με λέξεις από τις διαλέκτους των τοπικών φυλών, όπως νουβική, γκεέζ, αμχαρική, σομαλική κι από αραβικούς όρους κι εκφράζουν έννοιες τοπικών φαγητών, ποτών, βοτάνων καθώς και τοπωνυμίων. Ακόμα τυπογραφικά ξεχωρίζουν φράσεις γραμμένες με πλάγια γράμματα στο τέλος των οποίων πάντα βρίσκεται το ρήμα «σκέφτηκα» ή σπάνια άλλο συνώνυμο του. Μάλλον πρόκειται για φράσεις αυτολεξεί παρμένες από το φθαρμένο ημερολόγιο- επιστολές του Στρατή, το οποίο η επιστημονική ομάδα που το ανακάλυψε, το αποκατέστησε, του συμπλήρωσε τα κενά και του έδωσε τη μορφή του βιβλίου για να μπορεί να το παρουσιάσει στο Γεωγραφικό Συμπόσιο της Μήλου.
           Όσον αφορά τη δομή του μυθιστορήματος αποτελείται από ένα προοίμιο, στο οποίο σ’ ένα Γεωγραφικό Συμπόσιο παρουσιάζεται η εργασία – πόνημα μιας επιστημονικής ομάδας πάνω στις επιστολές του Στρατή Ταταράκη, του πρώτου Γεωγράφου-εξερευνητή απ’ τη Μήλο κατά τα τέλη του 18ου αιώνα. Με το προοίμιο αυτό ο συγγραφέας μας εισάγει στο θέμα του και βρίσκει εκεί τον κατάλληλο χώρο για να αναφερθεί στην Αίγυπτο του Νείλου  λίγο πριν ξεκινήσει η μεγάλη πορεία προς τις πηγές. Ο Νείλος της Αιγύπτου δεν συμπεριλαμβανόταν στην αφήγηση του ταξιδιού από το Στρατή αλλά ο συγγραφέας ήταν υποχρεωμένος να μιλήσει γι αυτόν, διότι ο πλούτος  κι ομορφιά του κίνησε την περιέργεια των ανθρώπων να αναζητήσουν τις πηγές του. Έτσι κάνει μια στάση στο Κάιρο και στην πλημμυρισμένη πλατεία του, την Εζμπέκια. Στο Κάιρο, το μεγάλο ανταλλακτικό κέντρο προϊόντων και σκλάβων στα τέλη του 18ου αιώνα  που το εξουσίαζαν για αιώνες η άγρια μιλιταριστική κι ομοφυλοφιλική κάστα  των Μαμελούκων, οι οποίοι αρχικά ήταν σκλάβοι που τους έφερναν οι Οθωμανοί από τον Καύκασο! Στη συνέχεια αναπλέει με φελούκες το Νείλο, χαζεύει τα χωριά δίπλα στις όχθες του, γοητεύεται από τη θαμμένη Ιστορία, τα μνημεία του παρελθόντος  στην Κοιλάδα των Βασιλέων κι αναγκάζεται ν’ αλλάξει πορεία στο Ασουάν, όταν συναντά τον πρώτο καταρράκτη του Νείλου.
      Επίσης με το προοίμιο λύνεται το πρόβλημα της γλώσσας στην οποία ο Στρατής θα έγραφε τις επιστολές του. Επειδή ήταν δύσκολο να αποδοθούν τα ελληνικά του 1769, προτιμήθηκε το τέχνασμα, ο Στρατής να γράψει τις επιστολές του στα γαλλικά – αφού θα τις έστελνε στο Γάλλο μοναχό δάσκαλο που είχε στη Μήλο -  και να μεταφραστούν στη συνέχεια στη σημερινή δημοτική από την επιστημονική ομάδα που ανέλαβε την επεξεργασία, συμπλήρωση κι έκδοση των επιστολών.   Ακολουθεί η «Ιστορία του Στρατή» χωρισμένη σε 10 κεφάλαια, καθένα από τα οποία έχει τίτλο παρμένο από πόλεις, φυλές, περιοχές που γνώρισε στο ταξίδι αυτό. Οι περισσότεροι τίτλοι αναφέρονται στην Αιθιοπία, γεγονός που δείχνει και την προτίμηση του συγγραφέα σ’ αυτήν τη χώρα.
                       Ποιος είναι όμως ο αφηγητής μέσα στο κείμενο; Στο προοίμιο αφηγητής είναι ένας από τους επιστήμονες που επιμελήθηκε την έκδοση των επιστολών του Στρατή σε ολοκληρωμένο βιβλίο. Στη συνέχεια όμως, στο κύριο μυθιστόρημα, αφηγητής είναι ο ίδιος ο Στρατής που αφηγείται την πορεία του ταξιδιού και τις εμπειρίες του. Η αφήγηση συχνά διακόπτεται από διαλόγους που αποδίδονται σε πλάγιο λόγο εντός εισαγωγικών. Έτσι εισάγει κι άλλα πρόσωπα στην αφήγηση, εμπλουτίζει τις οπτικές γωνίες του, σπάει τη μονοτονία και την  απολυτότητα ενός παντογνώστη αφηγητή. Όσον αφορά τον αφηγηματικό του χρόνο ακολουθεί τη γραμμική εξέλιξη του ιστορικού χρόνου δηλ. ξεκινά απ’ την αρχή του ταξιδιού και το αφηγείται ως το τέλος. Όμως κάθε τόσο αυτή η γραμμική αφήγηση διακόπτεται από αναδρομές στο παρελθόν για να μπορεί να εντάξει στον κορμό του μυθιστορήματος  γεγονότα από την προσωπική ζωή των ηρώων του κι απ’ την ιστορία του πολιτισμού των χωρών που επισκέπτεται. 
            Συμπερασματικά  ο Μιχ. Μοδινός είναι ένας πνευματικά ανήσυχος άνθρωπος που βιώνει την ανησυχία του όχι μόνο κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο διαβάζοντας και γράφοντας. Είναι ένας αληθινός ταξιδευτής του κόσμου, «διχασμένος» ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτισμικές αντιλήψεις  της εποχής του, που μας χάρισε ένα ωραίο μυθιστόρημα με πολλαπλές αναγνώσεις και πιο ώριμο από το προηγούμενο μυθιστόρημα του τη «Χρυσή Ακτή»!

                                                                                    Σούλη Αγγελική
                                                                                    Φιλόλογος
                                                                                    Βάρκιζα, 25-6-07

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου